Συγκρατημένη αισιοδοξία επικρατεί στους ελαιοπαραγωγούς της χώρας, προσδοκώντας ότι η φετινή ελαιοκομική περίοδο θα είναι καλή σε ό,τι αφορά την ποιότητα, ενώ χωρίς σημαντικές διακυμάνσεις αναμένεται να κινηθεί η τιμή παρά το γεγονός ότι η παραγωγή θα σημειώσει μια μικρή μείωση. Παράλληλα, σε παγκόσμιο επίπεδο αναμένεται μία μείωση της παραγωγής της τάξης του 10%.
Την ίδια στιγμή μείωση στην κατανάλωση ελαιολάδου σημειώθηκε κατά την περίοδο της πανδημίας covid 19. Αν και αρχικά παρατηρήθηκε αύξηση της κατανάλωσης στα νοικοκυριά, τελικά η μείωση της κατανάλωσης στην εστίαση και στον τουρισμό δεν κατάφερε να αντισταθμίσει την κατάσταση.
“Η μείωση στην κατανάλωση λόγω των συνεπειών της πανδημίας στην εστίαση αλλά και στον τουρισμό, στην πραγματικότητα αντισταθμίζει τη μείωση στην παραγωγή. Άρα δεν πρόκειται να βοηθηθούν οι τιμές από αυτόν τον λόγο. Οι πρώτες εκτιμήσεις είναι ότι δεν θα έχουμε ουσιώδης μεταβολές απ’ αυτές που είχαμε τον τελευταίο 1,5 χρόνο”, δηλώνει στα «Παραπολιτικά» ο πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου, Μανώλης Γιαννούλης.

Η ελαιοκομία στη χώρα μας βρίσκεται σε περιβάλλον χαμηλών τιμών εδώ και τρία χρόνια, όταν από το φθινόπωρο του 2017 σημειώθηκε μια σταδιακή μείωση τιμών η οποία πριν 1,5 χρόνο περίπου έφτασε σε ιστορικό χαμηλό.
Οι χαμηλές τιμές δεν ωφελούν την ελληνική ελαιοκομία, γιατί όπως εξηγεί ο Μανώλης Γιαννούλης “είμαστε μια χώρα που έχουμε το μειονέκτημα του υψηλού κόστους. Δεν έχουμε βιομηχανοποιημένη ελαιοκομία όπως έχει ο ισπανός, ο πορτογάλος, ο τυνήσιος. Παράλληλα, είναι γερασμένος ο αγροτικός πληθυσμός, έχουμε φυτεμένη ελιά σε εδάφη που δεν είναι δυνατόν να εφαρμόσει κανείς μηχανική συλλογή καρπού”.
Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος οι ελαιοπαραγωγοί της χώρας εστιάζουν σε μια καλύτερη ποιότητα, μιας και τα ελαιόλαδα καλύτερης ποιότητας πιάνουν καλύτερη τιμή.
Στις περισσότερες ελαιοπαραγωγικές περιοχές όπως στην Πελοπόννησο και την Κρήτη, μεγάλο ποσοστό των παραγωγών έχουν και άλλες δραστηριότητες. Όπως τονίζει ο πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου, οι περισσότεροι δεν ζουν από το λάδι: “Φέτος με τις συνθήκες που έχουνε επικρατήσει, ένα μεγάλο μέρος εισοδήματος το οποίο προέρχεται από τον τουρισμό και από την εστίαση φέτος δεν υπάρχει. Άρα αυτό θα “πιέσει” τους παραγωγούς να πάνε στα χωράφια τους, να δείξουν μια μεγαλύτερη φροντίδα για την καλλιέργεια τους. Αυτό θα είναι καλό για την παραγωγή τους, για την ποιότητα που θα παράξουν, για την μείωση του κόστους με την προσωπική παρουσία τους στα χωράφια τους που θα υποκαταστήσει εργατικά χέρια”.
Προϋπόθεση η ποιότητα
Στην εγχώρια πραγματικότητα, βασική προϋπόθεση από πλευράς παραγωγών ωστόσο, είναι η διασφάλιση κατά το δυνατόν της ποιότητας του προϊόντος, µε έγκαιρες παρεμβάσεις σ τον ελαιώνα το προσεχές διάστημα. Έως τώρα οι ξηρές συνθήκες δεν έχουν αφήσει πολλά περιθώρια στο δάκο, ωστόσο οι παγίδες δείχνουν ότι καραδοκεί. Αν δεν σημειωθούν ακραία καιρικά φαινόμενα, φαίνεται ότι η φετινή χρονιά δεν διαθέτει χαρακτηριστικά πρωιμότητας ούτε οψιμότητας.
Οι καύσωνες που επικράτησαν σε διάφορες περιοχές της χώρας, μπορεί να προκάλεσαν ζημιές σε κάποιες καλλιέργειες και να συρρίκνωσαν τους καρπούς στις ίδιες τις ελιές που βρίσκονται σε φτωχά σε υγρασία εδάφη, είχαν όμως και κάποιες θετικές επιδράσεις. Και μια από αυτές, ασφαλώς μπορεί να είναι η διακοπή ή αναστολή της βιολογικής δραστηριότητας του δάκου, στις περιοχές όπου οι θερμοκρασίες ξεπέρασαν ορισμένα όρια.
Αναμένεται μείωση στην παραγωγή, σύμφωνα με το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις η ελληνική παραγωγή αναμένεται να σημειώσει μείωση. Μάλιστα, το ακριβές μέγεθος της παραγωγής θα εξαρτηθεί και από τις καιρικές συνθήκες που θα επικρατήσουν στις ελαιοπαραγωγικές χώρες το επόμενο χρονικό διάστημα.
Την ίδια στιγμή τόσο η γειτονική μας Ιταλία όσο και η Ισπανία, οι δύο μεγαλύτερες ανταγωνίστριες ελαιοκομικές χώρες αντιμετωπίζουν προβλήματα ποιότητας, με την Ιταλία να αναμένει επίσης, μειωμένη παραγωγή, ενώ η Ισπανία εκτιμάται ότι θα σημειώσει αύξηση, χωρίς όμως οι ποσότητες να φτάνουν τα υψηλά που σημείωσε πριν από δύο χρόνια, στους 1,8 εκατ. τόνους σχεδόν.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις πρώτες προβλέψεις για τη νέα ελαιοκομική περίοδο 2020-2021 από το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου (IOC), η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου αναμένεται να κυμανθεί σε πάνω από 3 εκατ. τόνους. Η παραγωγή ελαιολάδου στις χώρες της Μεσογείου αναμένεται να είναι μειωμένη κατά περίπου 350.000 τόνους που θα οφείλεται κυρίως στις μειωμένες παραγωγές σε Ιταλία και Τυνησία.
Μειωμένη αναμένεται – σύμφωνα πάντα με τις πρώτες εκτιμήσεις του ΙΟC- να είναι και η παραγωγή της Ελλάδας για το 2020/2021, η οποία εκτιμάται να ανέλθει σε 230.000 τόνους (μειωμένη σε σχέση με τους 260.000 τόνους που ήταν την περίοδο 2019/2020). Αντίθετα μια καλή παραγωγή αναμένει φέτος η Ισπανία, που θα είναι πάνω από 1.650.000 τόνους, με τα αποθέματα να ανέρχονται στα τέλη Σεπτεμβρίου να ανέρχονται σε περίπου 450.000 τόνους. Η παραγωγή ελαιολάδου στην Ιταλία αναμένεται να κινηθεί μεταξύ 230.000 και 250.000 τόνων, με τα αποθέματα να ανέρχονται γύρω στους 80.000 τόνους.
ΔΟΕ: Οι τιμές ελαιολάδου τον Σεπτέμβριο 2020
Το ύψος της ερχομένης ελαιοπαραγωγής σε διεθνές, εθνικό και τοπικό επίπεδο, ενδιαφέρει πάρα πολύ όλους τους εμπλεκόμενους με την εμπορία του ελαιολάδου, γιατί από αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η διαμόρφωση των τιμών παραγωγού.
Σύμφωνα με την ενημέρωση της ΔΟΕ για τον Σεπτέμβριο του 2020, Ιταλία Ελλάδα και Ισπανία είναι οι πιο αντιπροσωπευτικές αγορές ελαιολάδου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Καλύπτουν περίπου το 70% της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου. Ο ι τιμές σε αυτές τις τρεις χώρες, ιδίως στην Ισπανία, έχουν αντίκτυπο σε άλλες χώρες παραγωγής, και κυρίως στα λιπαντικά που σκοπεύουν να εξαγάγουν.
Ισπανία
Από το έτος καλλιέργειας 2010/2011 έως το έτος καλλιέργειας 2019/2020, έξτρα παρθένο ελαιόλαδο της Ισπανίας :
• ήταν κάτω από 225 ευρώ ανά 100 κιλά 25% του χρόνου.
• υπερέβαινε τα 327 € ανά 100 κιλά 25% του χρόνου.
• είχε μέση τιμή περίπου 280 € ανά 100 κιλά.
• έφτασε το μέγιστο των 423 € ανά 100 κιλά.
• έφτασε τουλάχιστον 174 € ανά 100 κιλά.
Το τελευταίο ποσό που συγκέντρωσε η ΔΟΕ για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο ήταν στα 200,1 € ανά 100 κιλά (-9,9% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο της προηγούμενης καλλιεργητικής περιόδου).
Οι εξευγενισμένες τιμές του ελαιολάδου στην Ισπανία διαμορφώθηκαν στα 170 € ανά 100 κιλά (-17,3% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο της προηγούμενης καλλιεργητικής περιόδου).
Ιταλία
Από το 2010/2011 έως το έτος καλλιέργειας 2019/2020, η τιμή του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου στο Μπάρι της Ιταλίας:
• ήταν κάτω από 316 € ανά 100kg 25% του χρόνου.
• υπερέβαινε τα 550 ευρώ ανά 100 κιλά 25% του χρόνου.
• είχε μια μέση τιμή περίπου 421 € ανά 100 κιλά.
• έφτασε το μέγιστο των 614 € ανά 100 κιλά.
• έφτασε τουλάχιστον 221 € ανά 100 κιλά.
Η τελευταία τιμή που συγκέντρωσε η ΔΟΕ για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο έδωσε 365 ευρώ ανά 100 κιλά (-27,7% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο της προηγούμενης καλλιεργητικής περιόδου).
Ελλάδα
Από το 2010/2011 έως το έτος καλλιέργειας 2019/2020, η τιμή του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου στα Χανιά, Ελλάδα :
• ήταν κάτω από 246 € ανά 100 κιλά 25% του χρόνου.
• υπερέβαινε τα 300 € ανά 100kg 25% του χρόνου.
• είχε μέση τιμή περίπου 274 € ανά 100 κιλά.
• έφτασε το μέγιστο των 388 € ανά 100 κιλά.
• έφτασε τουλάχιστον 182 € ανά 100 κιλά.
Τα τελευταία στοιχεία για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο ανήλθαν σε 211 € ανά 100 κιλά (-18,2% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο της προηγούμενης καλλιεργητικής περιόδου).
Αποθεματοποίηση και διαφάνεια εισαγωγών
Ιδιαίτερης βαρύτητας είναι οι πρόσφατες απόψεις και προτάσεις της ομάδας εργασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελαιοκομία σε Ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Η ομάδα εργασίας αυτή, στην οποία μετέχουν 6 εκπρόσωποι της Copa Cogeca (Επιτροπή Αγροτικών οργανώσεων και Συνεταιρισμών) και 2 εκπρόσωποι της Food Drink Europe (Συνομοσπονδία Βιομηχανιών Τροφίμων ΕΕ) σε πρόσφατη μη δημόσια συνεδριαση της, αντάλλαξε απόψεις για την κατάσταση της διεθνούς αγοράς.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις η αγορά ελαιολάδου διεθνώς παρουσιάζει: Υψηλά αποθέματα, χαμηλές τιμές και αυξημένες εισαγωγές από τρίτες χώρες που οφείλεται βασικά στην αυξημένη παγκόσμια παραγωγή τα τελευταία τρία χρόνια. Αύξηση της καλλιεργούμενης έκτασης γενικά και της εντατικής (υπέρ-πυκνής) ελαιοκαλλιέργειας ειδικότερα στην Ισπανία και Πορτογαλία. Αύξηση παραγωγής, σχετικά καλή ποιότητα και χαμηλή τιμή διάθεσης ελαιολάδου την Τυνησίας, η οποία συντελεί σε αύξηση των εισαγωγών στην ΕΕ από την χώρα αυτή.
Παράλληλα, παρατηρείται μια ένταση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι παραδοσιακοί ελαιώνες στις χώρες της ΕΕ, παρά την ιδιαίτερη περιβαλλοντική και κοινωνική σημασία τους.