Θετικές είναι οι προοπτικές που ανοίγονται για την αύξηση του μεριδίου ελληνικού μελιού στην αγορά της Γερμανίας, λόγω της εξαιρετικής ποιότητάς του, αλλά και της διαρκώς αυξανόμενης ζήτησης των Γερμανών για υγιεινά προϊόντα διατροφής.

Η Ελλάδα, το 2020 βρέθηκε στην 20η θέση της λίστας των χωρών από τις οποίες η Γερμανία εισήγαγε μέλι, πραγματοποιώντας εξαγωγές συνολικού όγκου 384,8 τόνων μελιών, αξίας 2,2 εκατ. ευρώ. Ενώ το 2019, ήταν στην 25η θέση στη σχετική λίστα εισαγωγών, πραγματοποιώντας εξαγωγές συνολικού όγκου 315,1 τόνων και αξίας 1,9 εκ. ευρώ, γεγονός που καταδεικνύει ότι το μερίδιο του ελληνικού μελιού στη γερμανική αγορά βαίνει αυξανόμενο.

Αναλυτικά, σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία, η Γερμανία το 2020 εισήγαγε συνολικά 87.754,5 τόνους μελιού, αξίας 238,2 εκατ. Οι κυριότερες χώρες εισαγωγής παρέμειναν η Ουκρανία, Μεξικό, Αργεντινή, Ρουμανία, Βραζιλία και Βουλγαρία.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Ένωσης για το Μέλι οι Γερμανοί εμφιαλωτές αναζητούν μέλι υψηλής ποιότητας από όλο τον κόσμο.

Σύμφωνα δε με το ενημερωτικό σημείωμα του Γραφείου ΟΕΥ της Ελληνικής Πρεσβείας στο Βερολίνο, οι προοπτικές που διανοίγονται για την αύξηση του μεριδίου ελληνικού μελιού στην αγορά της Γερμανίας, λαμβάνοντας υπόψη την εξαιρετική του ποιότητα, την εξισορρόπηση της τιμής πώλησής του κατά τα τελευταία χρόνια σε σχέση με τα εγχώρια, τη διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση των Γερμανών καταναλωτών για υγιεινά προϊόντα διατροφής, ιδιαίτερα κατά το τελευταίο έτος, χρονιά κατά την οποία τα ελληνικά τρόφιμα σημείωσαν ρεκόρ εξαγωγών προς την αγορά της Γερμανίας, συνάγεται το συμπέρασμα ότι αυτές είναι θετικές.

Ωστόσο εξαιτίας του γεγονότος ότι εκ φύσεως η ελληνική παραγωγή δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στα μεγάλα μεγέθη της γερμανικής αγοράς, η οποία παραμένει σε ευρωπαϊκό επίπεδο ιδιαίτερα ανταγωνιστική, αναγκαίο για τους Έλληνες παραγωγούς και εξαγωγείς είναι να χαράξουν πριν τη είσοδό τους σε αυτή, μια συστηματοποιημένη και χωρίς περιθώρια απόκλισης στρατηγική, δεδομένου ότι οι μεγάλες γερμανικές αλυσίδες τροφίμων επιβάλλουν ασφυκτικά συμβατικά περιθώρια χρόνων και ποσοτήτων παράδοσης.

Επιπροσθέτως το ελληνικό μέλι, λόγω των υψηλών ποιοτικών χαρακτηριστικών του, αλλά όχι απρόσιτο, σε επίπεδο τιμής, θα μπορούσε να βρει «χώρο» σε σημαντικό βαθμό στη γερμανική αγορά σε καταστήματα Delikatessen, σημεία πώλησης premium τροφίμων που απευθύνονται σε goyrmet κοινό υψηλών απαιτήσεων, αλλά και σε καταστήματα βιολογικών ειδών, ο αριθμός των οποίων αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου ο πληθυσμός είναι σε γενικές γραμμές περισσότερο δεκτικός σε νέες πιο υγιεινές προτάσεις προϊόντων διατροφής και στην υψηλή γαστρονομία.

Για τον σκοπό αυτό προτείνεται η συγκρότηση μεμονωμένων παραγωγών σε συνεταιρισμό ή Ένωση, με σκοπό την καλύτερη προσαρμογή στις απαιτήσεις των μεγάλων ποσοτήτων εξαγωγής προς τη γερμανική αγορά.