Αποσύρθηκαν, πριν από λίγες ημέρες, σημαντικές ποσότητες ελαιολάδου που κυκλοφορούσαν στην Βραζιλιάνικη αγορά λόγω νοθείας.
Συγκεκριμένα κατόπιν ελέγχων του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών της Πολιτείας του Σάο Παόλο (Ministério Público do Estado de São Paulo), αποσύρθηκαν 150 χιλιάδες φιάλες ελαιολάδου από 24 ετικέτες (ως επι το πλείστων εγχώριες). Διαπιστώθηκε, όπως αναφέρει το Γραφείο Ο.Ε.Υ. Αγίου Παύλου (Αρμοδιότητα και για Σουρινάμ), ότι οι εν λόγω φιάλες ήταν νοθευμένες με λάδι σόγιας.
Σημειώνεται ότι η πιο συνηθισμένη απάτη στην εμπορία ελαιολάδου, στην Βραζιλία, είναι η ανάμειξη σογιέλαιου με τεχνητά χρώματα και γεύσεις που προσομοιώνουν στο ελαιόλαδο, σύμφωνα με το Υπουργείο Γεωργίας της χώρας (Ministério da Agricultura, Pecuária e Abastecimento – Mapa). Επιπλέον, υπάρχουν και περιπτώσεις που το εξευγενισμένο ελαιόλαδο διατίθεται στην αγορά ως έξτρα παρθένο.
Κάθε χρόνο, η χώρα καταναλώνει περίπου 70 εκατομμύρια λίτρα ελαιολάδου, σύμφωνα με την Βραζιλιανή Εταιρεία Αγροτικών Ερευνών (Empresa Brasileira de Pesquisa Agropecuária – Embrapa). Η Βραζιλία είναι ο τρίτος μεγαλύτερος εισαγωγέας, ακριβώς μετά από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στις δύο τελευταίες συγκομιδές 2019-2020 εισήγαγε κατά μέσο όρο 97 χιλιάδες τόνους ελαιολάδου.
Το 90% του ελαιολάδου που καταναλώνεται στη Βραζιλία εισάγεται χύδην σε γαλόνια μεγάλου όγκου, για τη μετέπειτα εμφιάλωση του προϊόντος με χρήση εγχώριων εμπορικών σημάτων. Αυτή η διαδικασία επιτρέπει την πρακτική νοθείας καθώς το ελαιόλαδο χάνει την ιχνηλασιμότητα του κατά την αποθήκευση, τη διανομή και τη συσκευασία, δινοντας την ευκαιρία για παραποίηση.
Το Υπουργείο Γεωργίας της Βραζιλίας όπως και η Αρχή Δημόσιας Υγείας της Βραζιλίας (Agência Nacional de Vigilância Sanitária -ANVISA) αναγνωρίζουν τη σημασία του προβλήματος, αλλά αμφισβητούν αρκετά από τα μέτρα που προτείνονται , όπως η απαγόρευση της πώλησης μιγμάτων ελαιολάδου. Θεωρούν ότι είναι μια πρακτική που υιοθετείται στην αγορά της Βραζιλίας και αναγνωρίζεται στη νομοθεσία εδώ και χρόνια.
Είναι μια εναλλακτική λύση για να υπάρχουν πιο προσιτά προϊόντα για τον καταναλωτή.